- σκιόφιλος
- -η, -ο, Ν1. (για φυτό) αυτός που φυτρώνει και ευδοκιμεί σε σκιερό τόπο2. φρ. «σκιόφιλο φυτό»βοτ. το σκιόφυτο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sciophilus (< σκιά + φίλος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκιοφιλία — η, Ν [σκιόφιλος] η ιδιότητα τού σκιόφιλου … Dictionary of Greek
φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… … Dictionary of Greek